- φρενοπαθολογία
- η, Ν(παλ. όρος) η παθολογία τών φρενοβλαβιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + παθολογία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρενοπαθολογία — η (ιατρ.), η παθολογία των φρενικών νοσημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενοπαθολογικός — ή, ό, Ν [φρενοπαθολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρενοπαθολογία. Επίρρ.) φρενοπαθολογικώς Ν από φρενοπαθολογική άποψη … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φρενοπαθολογικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρενοπαθολογία (βλ. λ.): Φρενοπαθολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)